- βατταλαλώ
- 1. βγάζω άναρθρες κραυγές2. λέω λέξεις και φράσεις ασυνάρτητες3. φλυαρώ4. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά5. περιφέρομαι άσκοπα εδώ και εκεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαττολογώ + λαλώ, με συμφυρμό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.